- προσεξερεθίζω
- Α [ἐξερεθίζω]παροργίζω, παροξύνω περισσότερο («προσεξερεθίσαι μᾱλλον βουλόμενος τὸν δῆμον», Ιώσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεξερεθίσαι — προσεξερεθίζω irritate still more aor inf act προσεξερεθίσαῑ , προσεξερεθίζω irritate still more aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)